- θηρήτορας
- θηράτωρmasc acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηράτωρ — και ιων. τ. θηρήτωρ, ὁ (Α) [θηρώ] θηρατής* (α. «θηρήτορας ἄνδρας», Ομ. Ιλ. β. «κύων θηράτωρ», Νικ. Δαμ.) … Dictionary of Greek